παράτριμμα

παράτριμμα
(Ιατρ.). Ονομάζεται έτσι η φλεγμονώδης ασθένεια, που εκδηλώνεται στις πτυχές του δέρματος όταν υπάρχει τριβή μεταξύ εφαπτόμενων επιφανειών. Οι κυριότεροι παράγοντες, που προκαλούν την ασθένεια αυτή, είναι οι αυξημένες εκκρίσεις σμήγματος και ιδρώτα, η ενούρηση, τα εκκρίματα από συρίγγια ή αιμορροΐδες και το ανεπαρκές στέγνωμα των πτυχών του δέρματος μετά το λουτρό. Το π. παρατηρείται μεταξύ οποιωνδήποτε εφαπτόμενων επιφανειών: ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, στις μασχάλες, κάτω από τους μαστούς, στις πτυχές της κοιλιάς και του τραχήλου κλπ.
* * *
τὸ, ΝΑ [παρατρίβω]
φλόγωση, κοκκινίλα που εμφανίζεται πάνω σε δύο εφαπτόμενες δερματικές επιφάνειες εξαιτίας τής προστριβής μεταξύ τους ή από υπερίδρωοη τού δέρματος ή από άλλες εκκρίσεις, αλλ. σύγκαμα
αρχ.
έντριμμα*, ψιμύθιο, αλοιφή που τρίβεται στην επιδερμίδα τού προσώπου για καλλωπισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παράτριμμα — abrasion caused by friction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριμμάτων — παράτριμμα abrasion caused by friction neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρίμμασι — παράτριμμα abrasion caused by friction neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρίμματα — παράτριμμα abrasion caused by friction neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρίμματος — παράτριμμα abrasion caused by friction neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράψησις — ήσεως, ἡ, Α το παράτριμμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψησις < θ. ψη τού ρ. *ψήω «τρίβω» (βλ. λ. ψήχω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”